στιγμή

στιγμή
η
1) точка (в разн. знач );

τελεία στιγμή — грам, точка;

άνω στιγμή — точка с запятой;

2) миг, мгновение; момент;

τη στιγμή πού... — в тот момент, когда...;

την ίδια στιγμή — в то же мгновение;

κατάλληλη στιγμή — удобное время, удобный момент, случай;

μιά στιγμή, παρακαλώ! — вас можно на минуточку?;

περίμενε μιά στιγμή — подожди минутку;

σε μιά στιγμή — в один момент, в одно мгновение, в один миг;

από στιγμή σε στιγμή — с минуты на минуту;

απ' αυτή τη στιγμή — с этих пор, с сегодняшнего дня; — с тех пор;

ούτε στιγμή — ни минуты, ни на минуту;

γιά μιά στιγμή — или στη στιγμή — или προς στιγμήν — на какой-то миг; — мгновенно;

γιά μιά στιγμή μού πέρασε απ' το μυαλό ( — или νου) — у меня мелькнула (мимолётная) мысль; — меня осенило;

3) полигр, пункт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "στιγμή" в других словарях:

  • στιγμῇ — στιγμή spot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμή — spot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …   Dictionary of Greek

  • στιγμή — η 1. ελάχιστη χρονική διάρκεια: Έφτασε στη στιγμή. – Σε μια στιγμή το σπίτι έπεσε. 2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία: Ήρθε η στιγμή να πάρεις εκδίκηση. 3. σημείο στίξης: Στο τέλος ενός κώλου περιόδου βάζουμε άνω στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στιγμαῖς — στιγμή spot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμαί — στιγμή spot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμῆς — στιγμή spot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμήν — στιγμή spot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμῶν — στιγμή spot fem gen pl στιγμός pricking masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»